πρόσρημα

πρόσρημα
πρόσρημα, ατος, τό,
A address, greeting, Pl.Chrm.164e; τὸ Δελφικὸν π. (sc. γνῶθι σεαυτόν) D.Chr.67.3; ἑωθινὸν π. τὸ χαῖρε" D.C.69.18.
II name, designation, Pl.Phdr.238b, D.23.30, etc.; τὰ τῶν Μοιρῶν π. Pl.Lg.960c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσρημα — address neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσρημα — ήματος, τὸ, Α [προσλέγω] 1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.) 2. ονομασία, επίκληση …   Dictionary of Greek

  • προσρημάτων — πρόσρημα address neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασι — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασιν — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματα — πρόσρημα address neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματι — πρόσρημα address neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματος — πρόσρημα address neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”